πολυφίλητος

πολυφίλητος
ος , ον см. πολυαγάπητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολυφίλητος" в других словарях:

  • πολυφίλητος — much loved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφίλητος — η, ο / πολυφίλητος, ον, ΝΑ αυτός που τόν αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ φίλητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυφίλητον — πολυφίλητος much loved masc/fem acc sg πολυφίλητος much loved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»